Λαομέδοντι

Λαομέδοντι
Λαομέδων
ruler of the people
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαομέδοντι — λᾱομέδοντι , λαομέδων ruler of the people masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • πολίζω — ΜΑ [πόλις] κάνω έναν τόπο πόλη, οικίζω («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.) αρχ. 1. ιδρύω πόλη 2. (γενικά) χτίζω, ανεγείρω («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», Ομ. Ιλ.) 3. μέσ. πολίζομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”